Κάποιος, που είχε φοβία με τις μοτοσικλέτες, έκανε οτοστόπ.
Για κακή του τύχη σταμάτησε και τον πήρε ένας ατίθασος μηχανόβιος, που πήγαινε με χίλια, πλάγιαζε στις στροφές και ο φουκαράς είχε γαντζωθεί
πάνω του και έλεγε "κιχ, κιχ, κιχ . . ."
Δεν άντεξε ο μηχανόβιος και τον κατέβασε, λέγοντας: "κατέβα, σε πήρα για
να σε εξυπηρετήσω, και μου 'σπασες τα νεύρα".
Του λέει ο άλλος: "ευχαριστώ φίλε, αλλά να ξέρεις ότι ένας ξάδερφός μου
που έτρεχε με τη μηχανή σαν εσένα, έπεσε, σκοτώθηκε και δεν πρόλαβε να
βγάλει ούτε . . . κιχ" !